- χωριατοσύνη
- η грубость, неотёсанность, невоспитанность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωριατοσύνη — η, Ν χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σύνη*] … Dictionary of Greek
χωριατοσύνη — η χωριατιά, αγένεια, έλλειψη καλών τρόπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαρχιωτισμός — ο καθετί που διακρίνει τον επαρχιώτη σχετικά με τον πρωτευουσιάνο, έλλειψη λεπτών τρόπων, χωριατιά, χωριατοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριατιά — η 1. αγένεια, χωριατοσύνη, απρέπεια: Έδειξε όλη τη χωριατιά του. 2. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες: Πλάκωσε όλη η χωριατιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)